- πνευματοποιώ
- -έω, Α1. [πνευματοποιός]1. μετατρέπω σε πνεύμα, σε αέρα, εξαερώνω, εξατμίζω («πνευματοποιεῑν τὰ πεπηγότα», Αριστοτ.)2. προκαλώ φύσα, προξενώ φούσκωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek